- οπισθογράφος
- ο, ηαυτός που οπισθογράφησε τον πιστωτικό τίτλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οπισθόγραφος — η, ο (Α ὀπισθόγραφος, ον) νεοελλ. ο γραμμένος στην πίσω σελίδα ενός τίτλου αρχ. ο γραμμένος στο πίσω μέρος ενός παπύρου, στο κάλυμμά του. επίρρ... οπισθογράφως με οπισθογράφηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) + γραφος*. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ … Dictionary of Greek
οπισθογράφος — ο, η αυτός που κάνει οπισθογράφηση ενός τίτλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. opisthograph (< οπισθ[ο] * + γράφος*). Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
ὀπισθογράφων — ὀπισθόγραφος written on the back as well as the front masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek
οπισθ(ο)- — (ΑΜ οπισθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίρρ. ὄπισθεν (το ο από το συνδετικό φωνήεν) και δηλώνει ότι το β συνθετικό βρίσκεται πίσω (πρβλ. οπισθ αύλιο, οπισθό δομος, οπισθο κάλυμμα) ή… … Dictionary of Greek
οπισθογραφώ — έω παραχωρώ έναν τίτλο ή δίνω εντολή είσπραξής του υπογράφοντας στο πίσω μέρος τού εγγράφου κυριότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπισθογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Νομοτεχνικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
πιστωτικός τίτλος — Έγγραφο με τύπο καθορισμένο από τον νόμο, στο οποίο είναι ενσωματωμένο το δικαίωμα που μνημονεύεται σ’ αυτό. Ο π.τ. έχει την πολύτιμη ιδιότητα να είναι αντικείμενο εύκολης διαπραγμάτευσης, επειδή το δικαίωμα που είναι ενσωματωμένο σε αυτόν είναι… … Dictionary of Greek